καταπιττόω
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
Att. for καταπισσόω.
German (Pape)
[Seite 1370] att. = καταπισσόω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιττόω: Ἀττ., ἀντὶ καταπισσόω.
French (Bailly abrégé)
att. c. καταπισσόω.