καταχαλκεύω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκεύω Medium diacritics: καταχαλκεύω Low diacritics: καταχαλκεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: katachalkeúō Transliteration B: katachalkeuō Transliteration C: katachalkeyo Beta Code: kataxalkeu/w

English (LSJ)

   A work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.

Greek (Liddell-Scott)

καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17˙- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.

French (Bailly abrégé)

travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.