κατολοφύρομαι
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
[ῡ], aor. 1 -ωλοφῡράμην Diog.Oen.1:—
A bewail, c.acc., E.IT644 (lyr.), X.Cyr.7.3.16; τινῶν τὸν βίον Diog.Oen.l.c.; κ. πολλὰ ἑαυτόν D.H.5.12: abs., E.Or.339 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1403] med., bejammern; τινά, Eur. I. T. 642; Xen. Cyr. 7, 3, 16 u. öfter bei Sp., wie Pol. 4, 54, 4; πολλὰ ἑαυτόν D. Hal. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κατολοφύρομαι: ἀποθ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur, acc..
Étymologie: κατά, ὀλοφύρομαι.