κότε
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
κοτέ, Ion.for πότε, ποτέ.
German (Pape)
[Seite 1493] u. κοτέ, ion. = πότε u. ποτέ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πότε.