κορωνεκάβη
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A a Hecuba, as old as a crow, AP11.67 (Myrin.).
Greek (Liddell-Scott)
κορωνεκάβη: ᾰ, ἡ, Ἑκάβη, γραῖα ὡς κορώνη, Ἀνθ. Π. 11. 67. Πρβλ. τετρακόρωνος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
femme aussi vieille qu’Hécube et qu’une corneille.
Étymologie: κορώνη¹, Ἑκάβη.