Κύπρος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ἡ, Cyprus, Od.17.442, al. (never in Il., exc. in Adv. (v. infr.)). Adv. Κυπρόθεν,
A from Cyprus, AP9.487 (Pall.); Κυπρόθε, Call.Sos.9.7; Κύπρονδε, to Cyprus, Il.11.21.
Greek (Liddell-Scott)
Κύπρος: ἡ, Ἑλληνικὴ νῆσος κατὰ τὰ νότια παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.) κτλ.˙ οἱ Ρωμαῖοι ἐλάμβανον ἐκεῖθεν τὸν ἄριστον χαλκόν, Λατ. cyprium, Πλίν. 34. 2˙ ― πρβλ. Κύπριος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Chypre.
Étymologie: DELG hourrite kab