μάλαξις
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
[μᾰ], εως, ἡ,
A softening, Thphr.HP5.3.3; διὰ πυρός Plu.2.436a; σιδήρου ib.c; μ. τῆς τροφῆς digestion, ib.700b.
German (Pape)
[Seite 89] ἡ, das Erweichen, Mildern, τοῦ σαρκός, Plut. de san. tuend. p. 392.
Greek (Liddell-Scott)
μάλαξις: ἡ, τὸ μαλάσσειν, μαλακύνειν, «μαλάκωμα», διὰ πυρὸς Πλούτ. 2. 436Α· σιδήρου αὐτόθι C· μ. τῆς τροφῆς, χώνευσις, πέψις, αὐτόθι 700Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’amollir, amollissement.
Étymologie: μαλάσσω.