λυπρότης
From LSJ
Full diacritics: λυπρότης | Medium diacritics: λυπρότης | Low diacritics: λυπρότης | Capitals: ΛΥΠΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: lyprótēs | Transliteration B: lyprotēs | Transliteration C: lyprotis | Beta Code: lupro/ths |
ητος, ἡ,
A wretchedness, poverty, of land, Str.2.5.32, al.
λυπρότης: -ητος, ἡ, ἀθλιότης, τὸ ἄγονον τῆς γῆς, Στράβ. 130, κτλ.
ητος (ἡ) :
maigreur du sol.
Étymologie: λυπρός.