μάστις
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ιος, ἡ, Ion. for foreg., dat.
A μάστῑ Il.23.500; acc. μάστιν Od.15.182, AP6.234 (Eryc.):—also μαστίδες· ἀκίδες ἢ ἀγκύλαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 99] ιος, ἡ, ion. = μάστιξ; davon dat. μάστι für μάστιϊ, Il. 23, 50, u. acc. μάστιν, ἐφ' ἵπποιϊν βάλεν, Od. 15, 182; einzeln bei ap. D., μάστιν πολυαστράγαλον Eryc. 2 (VI, 234).
Greek (Liddell-Scott)
μάστῐς: -ιος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ μάστιξ, δοτ. μάστῑ Ἰλ. Ψ. 500· αἰτ. μάστιν Ὀδ. Ο. 182· ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 110.