μισθοφορέω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοφορέω Medium diacritics: μισθοφορέω Low diacritics: μισθοφορέω Capitals: ΜΙΣΘΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: misthophoréō Transliteration B: misthophoreō Transliteration C: misthoforeo Beta Code: misqofore/w

English (LSJ)

   A receive wages or pay, esp. in the public service, serve for hire, Ar.Av.584, V.683, X.Oec.1.4, etc.; δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.Pol.1317b35; παρά τινος Luc.Apol.11: c. acc. rei, receive as pay, τρεῖς δραχμάς Ar.Ach.602; τὰ δημόσια μ. χρήματα Id.Ec.206; μ. ἄλφιτα Id.Pax477; μ. τὰ τούτων receive pay from their purse, Lys.27.11.    b freq. of mercenary soldiers, IG12.99.22, Ar. Av.1367, etc.; μ. τισί X.Cyr.8.8.20; παρά τινι ib.3.2.25, D.23.149; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.1.103; μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, i.e. to draw pay without filling up the vacancies, Id.3.146.    2 bring in rent or profit, οἰκία -φοροῦσα, ἀνδράποδα -φοροῦντα, Is.8.35; εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον -φοροῦν X.Ath. 1.17:—Pass., to be let for hire, Id.Vect.3.5.    II causal, engage for pay, take into service, στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.Ep.186.2.

German (Pape)

[Seite 190] ein μισθοφόρος sein, Lohn, Sold davontragen, erhalten; Ar. Ach. 577 u. öfter; τὰ δημόσια χρήματα, Eccl. 206; ὡς οὔτε μισθοφορητέον εἴη ἄλλους ἢ τοὺς στρατευομένους, Thuc. 8, 65; τινί, Xen. Cyr. 8, 8, 20; παρά τινι, 3, 2, 26, wie Pol. 1, 7, 2 u. a. Sp.; οἰκία μισθοφοροῦσα, das Miethe einbringt, Isae. 8, 35.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορέω: εἶμαι μισθοφόρος, λαμβάνω μισθὸν ἢ πληρωμὴν ἐν τῇ δημοσίᾳ ὑπηρεσίᾳ, ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Ξεν. Οἰκ. 1, 4, κτλ.· δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 2, 7· τινος, παρά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 683· παρά τινος Λουκ. Ἀπολ. 11· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω ὡς μισθόν, τρεῖς δραχμὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 602· τὰ δημόσια χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 206· μ. ἄλφιτα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 477· μ. τὰ τούτων, λαμβάνω μισθὸν ἐκ τοῦ βαλλαντίου αὐτῶν, Λυσίας 178. 40. β) συχν. ἐπὶ μισθωτῶν στρατιωτῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1367. κτλ., πρβλ. Θουκ. 8. 65· μισθ. τινι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· παρά τινι ὁ αὐτ. 3. 2, 25, Δημ. 669. 5· μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, ὡς εἰ ἦν πένης, Αἰσχίν. 14. 40· μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, δηλ. λαμβάνω τοὺς μισθοὺς χωρὶς νὰ ἀναπληρῶ τὰ κενά, ὁ αὐτ. 74. 21. 2) φέρω ἐνοίκιον ἢ κέρδος, φέρω εἰσόδημα, μισθοφοροῦσα οἰκία Ἰσαῖ. 72. 39· εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον μισθοφοροῦν Ξεν. Ἀθην. 1, 17. ― Παθ., δίδομαι ἐπὶ μισθῷ, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 5. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, λαμβάνω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου ἐπὶ μισθῷ, μισθοδοτῶ, στρατιὰν Φαλάριδ. Ἐπιστ. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. 1 recevoir un salaire, une solde : παρά τινος de qqn;
2 recevoir une solde militaire, être soldat, servir : τινί ou παρά τινι être à la solde de qqn;
II. rapporter un salaire, procurer un revenu en parl. d’une propriété.
Étymologie: μισθοφόρος.