νηπτικός
From LSJ
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
English (LSJ)
ή, όν,
A sober, Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπ-κωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. νηπ-κῶς Vett.Val.179.6, al.
Greek (Liddell-Scott)
νηπτικός: -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, νηφάλιος, σώφρων, Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sobre, tempérant.
Étymologie: νήφω.