πρόσκομμα

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκομμα Medium diacritics: πρόσκομμα Low diacritics: πρόσκομμα Capitals: ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ
Transliteration A: próskomma Transliteration B: proskomma Transliteration C: proskomma Beta Code: pro/skomma

English (LSJ)

ατος, τό, (προσκόπτω)

   A stumble, λίθου πρόσκομμα LXX Is.8.14; ὁ λίθος τοῦ π. Ep.Rom.9.33: hence, offence, obstacle, hindrance, LXX Ex.23.33, Ep.Rom.14.13, etc.    II result of stumbling, bruise, hurt, προσκομμάτων ἀπόλυσις Plu.2.1048c, cf. Ath.3.97f.

German (Pape)

[Seite 770] τό, 1) Anstoß, Verstoß, Aergerniß, N. T. – 2) das durch ein Anstoßen, Fehltreten Bewirkte, Verletzung, eigtl. am Fuß, woran man sich gestoßen hat, Ath. III, 97 f. – 3) übertr., Hemmung, Hinderniß, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκομμα: τό, (προσκόπτω) τὸ καθ’ οὗ τις προσκόπτει, λίθος προσκόμματος Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Η΄, 14), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. θ΄, 32˙ ὅθεν, ἐμπόδιον, κώλυμα, σκάνδαλον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 33), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιδ΄, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ προσκόπτειν, βλάβη, πληγή, κτύπημα, προσκομμάτων ἀπόλυσις Πλούτ. 2. 1048C, πρβλ. Ἀθήν. 97F.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 obstacle contre lequel on se heurte ; fig. objet de scandale SEPT, NT;
2 heurt, choc, achoppement ; p. suite dommage ou résultat d’un choc.
Étymologie: προσκόπτω.