προσείδω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source

German (Pape)

[Seite 757] gew. aor. προσεῖδον (s. προσοράω); Aesch. Ch. 176 praes. med., μάλιστ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται, ist ähnlich; – perf. πρόσοιδα, noch dazu wissen, χάριν προσειδέναι Plat. Apol. 20 a, u. Sp., wie Luc. M. dial. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. aux temps suiv.
I. Act. 1 (ao.2 προσεῖδον > inf. προσιδεῖν) regarder, acc.;
2 (pf. πρόσοιδαinf. προσειδέναι) savoir en outre : χαρίν τινι PLAT savoir en outre gré à qqn;
II. Pass. prés. προσείδομαι, ressembler à, τινι;
Moy. προσείδομαι (inf. ao.2 προσιδέσθαι) contempler.
Étymologie: πρός, εἴδω.