οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Full diacritics: σχόμενος | Medium diacritics: σχόμενος | Low diacritics: σχόμενος | Capitals: ΣΧΟΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: schómenos | Transliteration B: schomenos | Transliteration C: schomenos | Beta Code: sxo/menos |
A v. ἔχω. σχονθύλλω, = τονθορύζω, Hsch. σχῦρ, ὁ, = χήρ, hedgehog, Id. σχῶ, σχῶμεν, σχών, v. ἔχω. σῶ, v. σάω, σήθω. σῷ, Att. contr. for σῶοι. σωάδδει, v. σῴζω.
σχόμενος: σχοῦ, ἴδε ἐν λ. ἔχω.
η, ον :
part. ao.2 Moy. de ἔχω.