νευρορραφέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek (Liddell-Scott)
νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.