νευρορραφέω

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρορραφέω Medium diacritics: νευρορραφέω Low diacritics: νευρορραφέω Capitals: ΝΕΥΡΟΡΡΑΦΕΩ
Transliteration A: neurorraphéō Transliteration B: neurorrapheō Transliteration C: nevrorrafeo Beta Code: neurorrafe/w

English (LSJ)

v. νευροραφέω.

French (Bailly abrégé)

νευρορραφῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.

Greek (Liddell-Scott)

νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.

German (Pape)

gew. νευροραφέω, mit Sehnen zusammennähen, bes. Schuhe flicken; Plat. Euthyd. 294b; ὑποδήματα, Xen. Cyr. 8.2.5.

Russian (Dvoretsky)

νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или сшивать зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).

Middle Liddell

νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρικός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυναμώνω), νεύρωσις.