ὁμόθεν

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

German (Pape)

[Seite 334] 1) von demselben Orte her; θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες, zwei aus einer Wurzel gewachsene Stämme, Od. 5, 477; ὁμόθεν γεγάασιν, von derselben Abkunft, H. h. Ven. 135; Hes. O. 108; οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; τὸν ὁμόθεν τιμᾶν, Eur. Or. 486; u. vollständiger, τὸν ὁμόθεν πεφυκότα στέργειν, I. A. 501; auch in Prosa, ὁμόθεν γενέσθαι, Xen. Cyr. 8, 7, 14. – 2) aus der Nähe, cominus, τὴν μάχην ποιεῖσθαι, παίεσθαι, διώκειν, Xen. Cyr. 2, 3, 20. 1, 4, 23. 8, 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθεν: (ὁμὸς) ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου, κυρίως γεν. (ὡς τὰ ἐμέθεν, σέθεν, ἐξ οὐρανόθεν), θάμνοι ἐξ ὁμόθεν πεφυῶτες Ὀδ. Ε. 477. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς, ὁμόθεν γεγάασιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 135, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 108, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14· τὸν ὁμόθεν, ἀδελφόν, Εὐρ. Ὀρ. 486 οὕτω, ὁμ. πεφυκότα ὁ αὐτ. Ι. Α. 501· οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος Σοφ. Ἠλ. 156, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Στοβ. 621. 7. ΙΙΙ. ἐκ τοῦ πλησίον, ἐκ τοῦ συστάδην, ὁμ. μάχην ποιεῖσθαι, ὡς τὸ Λατ. cominus pugnare, ἀντίθετ. τῷ ἀκροβολίζομαι, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 22· ὁμόθεν διώκειν, ἐκ τοῦ πλησίον, αὐτόθι 1. 4, 23. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 161.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 du même endroit ; fig. du même point de départ, de la même origine;
2 de près.
Étymologie: ὁμός, -θεν.