ὁμοφωνία
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
ἡ, in Music,
A unison (v. ὁμόφωνος II), Arist.Pol.1263b35 ; ᾀδόντων ὁμοφωνία Luc.Salt.68. II community of language, D.H. 1.29 ; τῶν ζῴων Ph.1.405. III metaph., agreement, concord, Procl.in Prm.p.542 S., Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, Gleichheit der Sprache, D. Hal. 1, 29; übh. Gleichheit des Klanges, Gleichklang, Arist. pol. 2, 5 u. Sp., προσπαίζων τῷ ὀνόματι κατὰ τὴν ὁμοφωνίαν, Ath. XI, 491 a; ᾀδόντων, Luc. de salt. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφωνία: ἡ, ἐν τῇ μουσικῇ, ταυτότης τοῦ μουσικοῦ ἤχου (ἴδε ὁμόφωνος ΙΙ), Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 14. 2) τὸ λαλεῖν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, τὸ συγγενὲς τῆς ὁμοφωνίας Διον. Ἁλ. Ι, 29, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 communauté ou identité de langage;
2 accord de sons.
Étymologie: ὁμόφωνος.