φλοῦς
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
A v. φλόος 11.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, ion. = φλέως, eine Wasserpflanze, eine Binsenart; Her. 3, 98; Poll. 10, 45. – S. auch das Vorige.
Greek (Liddell-Scott)
φλοῦς: ἴδε φλόος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
v. φλόος.