σιδηρεύς
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
έως, ὁ,
A worker in iron, smith, X.Ages.1.26, Vect.4.6, Aret.SD1.11, Them.Or.20.236 d.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, Eisenarbeiter, Schmied; Xen. Ages. 1, 26 Vect. 4, 6; Poll. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεύς: έως, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν σίδηρον, σιδηρουργός, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
forgeron.
Étymologie: σίδηρος.