προσωποληπτέω
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
(v.
A πρόσωπον 1.1) to be a respecter of persons, Ep.Jac.2.9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir égard aux personnes.
Étymologie: προσωπολήπτης.