προσφάγημα
From LSJ
English (LSJ)
[φᾰ], ατος, τό, = sq., Aesop.64, Moer. p.274 P.
Greek (Liddell-Scott)
προσφάγημα: τό, = τῷ ἑπομ., Μοῖρις 274, Αἴσωπ. 35 ἔκδοσ. Schneid.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on mange en outre du pain, pitance.
Étymologie: προσφαγεῖν, inf. ao.2 de προσεσθίω.