σιδηρουργεῖον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
τό,
A iron-mine, Str.4.2.2, 5.1.8, 17.2.2.
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisengrube, Eisenschmiede, Strab. 4, 2, 2 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρουργεῖον: τό, ἐργαστήριον σιδήρου, Στράβ. 191, 214, 821.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de forgeron.
Étymologie: σιδηρουργός.