σκευοφόρος

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευόφορος Medium diacritics: σκευοφόρος Low diacritics: σκευοφόρος Capitals: ΣΚΕΥΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skeuophóros Transliteration B: skeuophoros Transliteration C: skevoforos Beta Code: skeuo/foros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying σκεύη, σ. κάμηλοι baggage-camels, Hdt.1.80; ὑποζύγια X. HG4.1.24; ὄνος Poll.1.139; τὰ σ. (sc. κτήνη) pack-animals, Th.2.79, X.Cyr.5.4.45, An.1.3.7, al.: collectively in sg., πᾶν τὸ σ. Plb.3.79.2, cf. 3.51.6, 12.19.5.    II Subst., of persons, baggage-carrier, porter, Ar.Ra.497, IG42(1).121.79 (Epid., iv B.C.), PAmh.2.62.13 (ii B.C.); οἱ σ. sutlers, camp-followers, esp. the servants of the ὁπλίτης, who carried his baggage and shield, οἱ σ. τε καὶ τὰ ὑποζύγια Hdt.7.40.

German (Pape)

[Seite 894] Geräth, Gepäck tragend, Ar. Ran. 498; οἱ σκευοφόροι, die Packknechte, Her. ὑποζύγια καὶ σκευοφόροι, 7, 40 (vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 42 Thuc. 2, 79), der es 1, 80 auch von den Kameelen braucht; bes. hieß so der Diener des schwerbewaffneten Kriegers zu Fuß, der diesem sein Gepäck u. den Schild trug, Xen. Hell. 3, 4, 22; τὰ σκευοφόρα, sc. κτήνη, Pack-, Lastvieh im Gefolge eines Heeres, der Troß, Cyr. 5, 4, 45 An. 1, 3, 7 u. öfter, wie Pol. u. Plut. Oth. 12 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων σκεύη, αἱ σκ. κάμηλοι, αἱ τὰς ἀποσκευὰς μεταφέρουσαι κάμηλοι, Ἡρόδ. 1. 80· ὑποζύγια Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24· ὄνος Πολυδ. Α΄, 139· οὕτω, τὰ σκευοφόρα (ἐξυπακ. κτήνη), τὰ ὑποζύγια τὰ ἀκολουθοῦντα τὸν στρατόν, Θουκ. 2. 79, Ξεν. Κυρ. 5. 4, 45, Ἀν. 1. 3, 7, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Πολύβ. 3. 79. 2, κτλ. II. ὡς οὐσιαστ., ἐπὶ προσώπων, ὁ φέρων σκεύη, ἀχθοφόρος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 497· οἱ σκευοφόροι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν στρατόν, ἰδίως δὲ οἱ ὑπηρέται τῶν ὁπλιτῶν, οἵτινες ἔφερον τὰς ἀποσκευὰς αὐτῶν καὶ τὰς ἀσπίδας, οἱ σκ. τε καὶ τὰ ὑποζύγια Ἡρόδ. 7. 40, πρβλ. Θουκ. 2. 79, Ξεν. Κλπ. Πρβλ. σκευαγωγός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des bagages ; τὰ σκευοφόρα (κτήνη) XÉN bêtes de somme, attelages de transport, chariots pour les bagages ; bagages ; en parl. de pers. portefaix ; particul. valet d’armée, servant de l’ ὁπλίτης.
Étymologie: σκεῦος, φέρω.