σπορά
English (LSJ)
ἡ, (σπείρω)
A sowing of seed, σπερμάτων Pl.Amat.134e: hence metaph., μαθημάτων εἰς ψυχήν ibid. b of children, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε from this origin, A.Pr.871; τοιοῦτος ὢν τοιῷδ' ὀνειδίζεις σποράν; his origin, birth . .? S.Aj.1298; procreation, παίδων, γένους, Pl.Lg.729c,783a; τὴν Ῥωμύλου σ. begetting, Plu.2.320b, cf. Ptol.Tetr.103,105. 2 seed-time, sowing-time, ἀπὸ τῆς σ. Thphr.HP 8.2.6; δεκέτεσιν σποραῖσιν in the tenth seed-time, i.e. year, E.El.1152 (lyr.). II seed, 1 Ep.Pet.1.23, PLeid.W.11.50; field sown, ξηρὰ σ. dry land, dub. l. in E.Andr.637; σ. δράκοντος ground sown with the dragon's teeth, S.Ant.1125 (lyr.). b of persons, seed, offspring, Id.Tr.316,420; γυναῖκα καὶ τέκνων . . σποράν Men.598: pl., young ones, dub. in E.Cyc.56: generally, θῆλυς σ. the female race, Id.Hec. 659; θήλεια σ. Id.Tr.503.
German (Pape)
[Seite 924] ἡ, das Säen, Sp. – Uebertr., Zeugung, σπορᾶς γε μὴνἐκ τῆσδε φύσεται θρασύς, Aesch. Prom. 871; die Abstammung, Soph. Ai. 1277; die Nachkommen, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ, Ant. 1149; Εὐρύτου σπορά τις ἦν, Tr. 315, vgl. 419; Eur. Troad. 503 u. öfter; παίδων, Plat. Legg. V, 729 c; τοῦ γένους, VI, 783 a.
Greek (Liddell-Scott)
σπορά: ἡ, (σπείρω) τὸ σπείρειν, σπερμάτων Πλάτ. Ἀντεραστ. 134Ε· ἐντεῦθεν μεταφορ., σπ. μαθημάτων εἰς ψυχὴν αὐτόθι. β) ἐπὶ τέκνων, σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε, ἐκ ταύτης τῆς ἀρχῆς ἢ καταγωγῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 871· τοιοῦτος ὤν τοιῷδ’ ὀνειδίζεις σποράν; περὶ καταγωγῆς; Σοφ. Αἴ. 1298· παραγωγή, τεκνογονία, Πλάτ. Νόμ. 729C, 783Α. 2) ὁ καιρὸς τοῦ σπείρειν, σπορητός, ἀπὸ τῆς σπορᾶς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 6· δεκέτεσιν ἐν σποραῖσιν, κατὰ τὸν δέκατον σπορητόν, δηλ. τὸ δέκατον ἔτος, Εὐρ. Ἠλ. 1153. ΙΙ. τὸ ἐσπαρμένον, ξηρὰ σπ., σπέρμα σπαρὲν ἐν ξηρᾷ γῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 637. β) ἐπὶ προσώπων, γενεά, ἔκγονοι, ἀπογονοι, Σοφ. Τρ. 316, 420· σπ. δράκοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1125· γυναῖκα καὶ τέκνων.. σπορὰν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 41· - ἐν τῷ πληθ., «τὰ μικρά», ἀμφίβολ. παρ’ Εὐρ. ἐν Κύκλ. 56· καθόλου, θῆλυς σπ., τὸ θῆλυ γένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 659, πρβλ. Τρῳ. 503.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ὁ) :
1 ensemencement ; p. anal. procréation, naissance, origine;
2 semence répandue ; fig. semence, rejeton ; postérité, race, génération.
Étymologie: σπείρω.