σόβητρον
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
τό,
A fly-flap, οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων v.l. for σόβησις in Ph.2.428.
German (Pape)
[Seite 912] τό, Mittel zum Verscheuchen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
σόβητρον: τό, ῥιπίδιον δι’ οὗ ἀποδιώκουσι τὰς μυίας, «ξεμυιγιαστῆρι», οὐρά, σ. τῶν ἐπιποτωμένων Φίλων 2. 428.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chasse-mouches.
Étymologie: σοβέω.