συγκρύπτω
English (LSJ)
A cover up or completely, [ὅπλοις] δέμας E.Heracl.721; conceal, Hp.Fract.20, E.IT1052, Fr.683, X.Cyr.8.1.40, D.2.20; πενίαν Amphis 17; τῷ λόγῳ σ. τι D.Prooem.37 (συγκρύψεται Schäfer); δυσμένειαν Plu.Galb.18. II join or help in concealing, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν And.1.67, cf. Antipho 2.3.4, Isoc.3.53, 17.18, Men.Sam. 93, SIG360.16 (Chersonesus, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 970] ringsum verdecken, Eur. Heracl. 721; verhehlen, Antiph. 2 γ 4; Isocr. 3, 53; Dem. 2, 70; Sp., wie Luc. D. Mar. 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρύπτω: συγκαλύπτω, καλύπτω ἐντελῶς, ὅπλοις δέμας Εὐρ. Ἡρακλ. 721· κρύπτω παντελῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, Εὐρ. Ι. Τ. 1052, Ἀποσπ. 684, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 40, Δημ. 23. 29· πενίαν Ἄμφις ἐν «Ἐρίθοις» 1· τῷ λόγῳ σ. τι Δημ. 1446. 8 ἔνθα ὁ Schäfer συγκρύψεται)· δυσμένειαν Πλουτ. Γάλβ. 18. ΙΙ. συντελῶ, συνεργῶ εἰς ἀπόκρυψιν, σ. τινὶ τὴν ἁμαρτίαν Ἀνδοκ. 9. 34, πρβλ. Ἀντιφῶντα 118. 19, Ἰσοκρ. 37Ε, 362Β.
French (Bailly abrégé)
1 cacher entièrement;
2 cacher avec : τί τινι aider qqn à cacher qch.
Étymologie: σύν, κρύπτω.