συμπαρακαλέω
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
A call upon or exhort together, ἐπὶ συμμαχίαν Pl.R. 555a; invite at the same time, εἰς τὴν θήραν X.Cyr.8.1.38; ἥρωας σ. οἰκήτορας invite them as... ib.3.3.21; c. inf., σῶσαι Din.1.65; summon at the same time, ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις X.HG4.8.13.
German (Pape)
[Seite 984] (s. καλέω), mit zurufen, herbeirufen; ἐπὶ ξυμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 555 a; ἥρωας, Xen. Cyr. 3, 3, 21; εἴς τι, 8, 1, 38; ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις, Hell. 4, 8, 13; ermahnen, τινὶ τὰς δυνάμεις, Pol. 5, 83, 3.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῶ ἐπί τι ἢ παρακινῶ ὁμοῦ, ἐπὶ συμμαχίαν Πλάτ. Πολ. 555Α· προσκαλῶ συγχρόνως, εἰς τὴν θήραν Ξεν. Κύρ. 8. 1, 38· ἐπικαλοῦμαι προσέτι, συμπαρεκάλει δὲ καὶ ἥρωας γῆς Μηδίας οἰκήτορας καὶ κηδεμόνας αὐτόθι 3. 3, 21· μετ’ ἀπαρ., θεοῖς οὓς κἀγὼ συμπαρακαλῶ σῶσαι τὴν πατρίδα Δείναρχ. 98. 28. ΙΙ. προσκαλῶ συγχρόνως, συμπαρεκάλεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 exhorter ensemble;
2 inviter en même temps, acc.;
3 demander ou réclamer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, παρακαλέω.