ταχυτής
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83),
A quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.
German (Pape)
[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.