ταρβαλέος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
α, ον, (τάρβος)
A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331. II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.
German (Pape)
[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.
Greek (Liddell-Scott)
ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.