Τριτογενής

From LSJ
Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρῑτογενής Medium diacritics: Τριτογενής Low diacritics: Τριτογενής Capitals: ΤΡΙΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Tritogenḗs Transliteration B: Tritogenēs Transliteration C: Tritogenis Beta Code: *tritogenh/s

English (LSJ)

έος, ἡ, collat. form of foreg., h.Hom.28.4, Orac. ap. Hdt.7.141, Ar.Eq. 1189, IG12.529, al.    II prov., παῖς μοι τριτογενὴς εἴη, μὴ τριτογένεια, apptly. of children born on the third or 23rd of the month ("ἀρρενώδεις γὰρ αἱ τοιαῦται γυναῖκες"), Sch.BT Il.8.39, cf. Suid. s.v. τριτογένεια.

Greek (Liddell-Scott)

Τρῐτογενής: έος, ἡ, σπάνιος τύπος ἰσοδύναμος τῷ προηγ., Ὕμν. Ὁμ. 28. 4, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189· ἀλλὰ διαστέλλεται ἀπ’ αὐτοῦ, παῖς μοι Τριτογενὴς εἴη, μὴ Τριτογένεια Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Θ. 39.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
c. Τριτογένεια.