τριτογένεια
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le nombre trois et le triangle équilatéral dans la langue des Pythagoriciens.
Étymologie: τρίτος, γένος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. ως κύριο όν. Τριτογένεια
προσωνυμία της θεάς Αθηνάς
2. στους (Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού τρία και του ισόπλευρου τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με β' συνθετικό -γένεια < -γενής < γένος, ενώ δυσερμήνευτο παραμένει το α' συνθετικό της. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στο τακτικό αριθμ. τρῐτος και εμφανίζει μακρό -ι- για μετρικούς λόγους. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η λ. επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, όπως «αυτή που γεννήθηκε την τρίτη ημέρα του μήνα» ή «το τρίτο παιδί μετά τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα» ή «αυτή που επινόησε τους τρεις κύριους δεσμούς της κοινωνικής ζωής» ή «αυτή που, ως αναπαράσταση της φύσης, γεννιέται τρεις φορές τον χρόνο». Πιθανότερη ωστόσο θεωρείται η άποψη ότι η λ. Τριτογένεια έχει σημ. «η πραγματική κόρη του Διός», όπου το τρίτος έχει, κατά κάποιον τρόπο, εμφατική λειτουργία (πρβλ. Τριτοπατρῆς). Λιγότερο πιθανές, εξάλλου, θεωρούνται άλλες απόψεις, που βασίζονται σε θρύλους σχετικά με τη γέννηση της Αθηνάς. Σύμφωνα με αυτές, η λ. συνδέεται με το Τρίτων «ονομ. ποταμού στη Βοιωτία» ή με το Τριτωνίς «ονομ. λίμνης στη Λιβύη ή την Αρκαδία», ενώ άλλοι προτείνουν τη σύνδεση της με έναν τ. τριτώ «κεφάλι», επειδή, κατά την παράδοση, η Αθηνά γεννήθηκε από το κεφάλι του Διός].
German (Pape)
ἡ, s. Τριτογένεια; Pythagoras nannte so die Zahl drei, das gleichseitige Dreieck, Plut. Is. et Os. 76.