φθίνασμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A declining, sinking, ἡλίου φθινασμάτων A.Pers.232 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1271] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φθίνασμα: [ῐ], τό, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. φθινάζω, δύσις, ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
déclin ou décours d’un astre.
Étymologie: φθίνω.