φιλοπενθής
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ές,
A indulging in mourning, γυναῖκες Plu.2.113a (Comp.), etc.; πόθος φ. Gorg.Hel.9; τὸ φ. Plu.2.822c.
German (Pape)
[Seite 1283] ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενθέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπενθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ πενθῇ, Πλούτ. 2. 113Α, κλπ.· πόθος φ. Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλένης, 681 Βεκκῆρ.· τὸ φιλ. Πλούτ. 3. 822Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se complaît dans sa douleur, qui s’attriste volontiers ; τὸ φιλοπενθές penchant à la tristesse.
Étymologie: φίλος, πένθος.