Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριστός

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωριστός Medium diacritics: χωριστός Low diacritics: χωριστός Capitals: ΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: chōristós Transliteration B: chōristos Transliteration C: choristos Beta Code: xwristo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A separable, physically or logically, λόγῳ ἢ τόπῳ Arist.de An.413b14; μεγέθει ib.432a20; τῇ νοήσει Id.Ph.193b34; κατὰ τὸν λόγον χ. Id.Metaph.1025b28; of the Platonic ideas, ib.1086b9, cf. EN1096b33; χ. κτῆμα alienable property, of slaves, Id.Pol.1254a17.    II existing separately, abstract, οὐθὲν . . χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν Id.Ph.185a31, cf. Metaph.1028a34, 1029a28; χ. ποσόν abstract quantity, Plot.6.3.11; χ. δημιουργία Jul.Or.4.144b, cf. 7.217d. Adv. -τῶς Iamb.Myst.1.9, al., Id. ap. Stob.1.5.18.

German (Pape)

[Seite 1388] adj. verb. von χωρίζω, abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, κεχωρισμένος, ἢ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ, τόπῳ, μεγέθει, ἀριθμῷ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 8., 3. 9, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 21, πρβλ. 6. 16, 5, Ἠθ. Νικομ. 1. 6, 13· χ. κτῆμα, ὃ δύναταί τις νἀπαλλοτριώσῃ, ἐπὶ δούλων, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 4, 6. ΙΙ. κεχωρισμένον ἢ δυνάμενον νὰ χωρισθῇ νοητῶς, χ. τῇ νοήσει, τῷ λόγῳ, κατὰ τὸν λόγον Φυσικ. 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὑπάρχων χωριστά, ἀφῃρημένως, οὐθὲν ... χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν αὐτόθι 1. 2, 6, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5., 6. 3, 7, κτλ.· ἀφηρημένος, αὐτόθι 5, 1, 8· - Ἐπίρρ. -τῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 186.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séparé ; fig. abstrait.
Étymologie: χωρίζω.