κρίνω

From LSJ
Revision as of 22:40, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίνω Medium diacritics: κρίνω Low diacritics: κρίνω Capitals: ΚΡΙΝΩ
Transliteration A: krínō Transliteration B: krinō Transliteration C: krino Beta Code: kri/nw

English (LSJ)

[ῑ], Ep. 3sg. ind. κρίνησι (δια-) f.l. in Theoc.25.46: fut. κρῐνῶ, Ep., Ion. κρῐνέω (δια-) Il.2.387: aor.

   A ἔκρῑνα Od.18.264, etc.: pf.κέκρῐκα Pl.Lg.734c, etc.:—Med., fut. κρῐνοῦμαι E.Med.609, but in pass. sense, Pl.Grg.521e: aor. ἐκρῑνάμην Il.9.521, etc.:—Pass., fut. κρῐθήσομαι A.Eu.677, Antipho 6.37, etc.: aor. ἐκρίθην [ῐ] Pi.N.7.7, etc.; 3pl. κρίθεν Id.P.4.168, ἔκριθεν A.R.4.1462; Ep.opt. κρινθεῖτε (δια-) Il.3.102, part. κρινθείς 13.129, Od.8.48, inf. κρινθήμεναι A.R.2.148: pf. κέκρῐμαι Pi.O.2.30, And.4.35, etc.; inf. κεκρίσθαι (ἀπο-) Pl. Men.75c:—Aeol. κρίννω dub.in IG12(2).278 (Mytil.): aor. ἔκριννε ib. 6.28(Mytil., ἐπ-); inf. κρίνναι ib.526b15:—Thess. pres. inf. κρεννέμεν ib.9(2).517.14 (Larissa):—separate, put asunder, distinguish, ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ . . καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501, etc.; κρῖν' ἄνδρας κατὰ φῦλα 2.362. cf. 446; ἥλιος ἠὼ καὶ δύσιν ἔκρινεν Emp.154.1; κ. τὸ ἀληθές τε καὶ μή Pl.Tht.150b; τούς τε ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακούς X. Mem.3.1.9, etc.:—also Med., ἀντία δ' ἐκρίναντο δέμας καὶ σήματ' ἔθεντο χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.55:—Pass., κρινόμενον πῦρ Emp.62.2.    II pick out, choose, ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν Il.1.309; ἐκ Λυκίης . . φῶτας ἀρίστους 6.188, cf. Od.4.666, 9.90, 195, 14.217, etc.; κ. τινὰ ἐκ πάντων Hdt.6.129; κρίνασα δ' ἀστῶν . . τὰ βέλτατα A.Eu.487; δίδωμί σοι κρίναντι χρῆσθαι S.OC641, etc.:—Med., κρίνασθαι ἀρίστους to choose the best, Il.9.521, cf. 19.193, Od.4.408, 530, etc.:—Pass., to be chosen out, distinguished, ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι 24.507; esp.in partt., κεκριμένος picked out, chosen, Il.10.417, Od.13.182, al., Hdt.3.31; κρινθείς Il.13.129, Od.8.48; ἀρετᾷ κριθείς distinguished for... Pi.N.7.7; κριθέντων ἐν τοῖς ἱερέοις approved . ., GDI2049.15 (Delph.); ἀσπίδα . . κεκριμένην ὕδατι καὶ πολέμῳ proved by sea and land, AP9.42 (Leon.); ἐν ζῶσι κεκριμένα numbered among... cj. in E.Supp.969 (lyr.); εἰς τοὺς ἐφήβους κριθείς Luc.Am.2.    2 decide disputes, κρίνων νείκεα πολλά Od.12.440; ἔκριναν μέγα νεῖκος . . πολέμοιο 18.264: c.acc. cogn., οἳ . . σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας judge crooked judgements, Il.16.387; κ. δίκας Hdt. 2.129; κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433, etc.; πρώτας δίκας κρίνοντες αἵματος ib.682; κρινεῖ δὲ δὴ τίς ταῦτα; Ar.Ra.805; κ. κρίσιν Pl.R. 36oe; ἄριστα κ. Th.6.39; κρίνουσι βοῇ καὶ οὐ ψήφῳ they decide the question... Id.1.87; μίσει πλέον ἢ δίκῃ κ. Id.3.67; τὸ δίκαιον κ. Isoc.14.10; τῷ τοῦτο κρίνεις; by what do you form this judgement? Ar.Pl. 48; κ. περί τινος Pi.N.5.40, Pl.Ap.35d, Arist.Rh.1391b9, etc.:— Pass., ἀγὼν κριθήσεται A.Eu.677; κἂν ἰσόψηφος κριθῇ (sc. ἡ δίκη) ib. 741: impers., κριθησόμενον a decision being about to be taken, Arr.An. 3.9.6.    b decide a contest, e.g. for a prize, ἀγῶνα κ. Ar.Ra.873; ἔργον ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ A.Th.414: c. acc. pers., κ. τὰς θεάς decide their contest, i.e. judge them, E.IA72:—Pass., Id.Supp.601(lyr.); αἱ μάχαι κρίνονται ταῖς ψυχαῖς X.Cyr.3.3.19:—Med. and Pass., of persons, have a contest decided, come to issue, κρινώμεθ' Ἄρηϊ Il.2.385, cf.18.209; ὁπότε μνηστῆρσι καὶ ἡμῖν . . μένος κρίνηται Ἄρηος Od.16.269; βίηφι κ. Hes.Th.882; dispute, contend, Ar.Nu.66; περὶ ἀρετῆς Hdt.3.120; οὐ κρινοῦμαι . . σοι τὰ πλείονα E.Med.609; δίκῃ περί τινος κρίνεσθαι Th.4.122; κρίνεσθαι μετά τινος v.l. in LXX Jd.8.1, Jb.9.3; πολλαῖς μάχαις κριθείς Nic.Dam.20 J.; compete in games, c. acc. cogn., κριθέντα Πύθια JRS3.295 (Antioch. Pisid.): pf. part., decided, clear, strong, κεκριμένος οὖρος Il.14.19; πόνοι κεκρ. decided, ended, Pi.N.4.1.    c win a battle, τὴν μάχην Ἀννίβας ἔκρινε Plb.3.117.11.    3 adjudge, κράτος τινί S.Aj.443:—Pass., τοῖς οὔτε νόστος . . κρίθη Pi.P.8.84; τὰ κριθησόμενα the sum adjudged to be paid, PLips.38.13 (iv A. D.).    b abs., judge, give judgement, ἄκουσον . . καὶ κρῖνον Ar.Fr.473; ἀδίκως κ. Pherecr.96, cf. Men.Mon.287, 576.    c Medic., bring to a crisis, τὸ θερμὸν φίλιόν [ἐστι] καὶ κρῖνον Hp.Aph.5.22; κ. τὰ νοσήματα Gal.Nat. Fac.1.13, al.:—Pass., of a sick person, come to a crisis, ἐκρίθη εἰκοσταῖος Hp.Epid.1.15 (also impers. in Act., ἔκρινε τούτοισιν ἑνδεκαταίοισιν the crisis came... ib.18); τοῦ πάθους κριθέντος D.S.19.24.    4 judge of, estimate, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων [αὐτόν] judging of him by myself, D.21.154; πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κ. Isoc.4.76:—Pass., ἴσον παρ' ἐμοὶ κέκριται Hdt.7.16.α'; εὔνοιακαιρῷ κρίνεται Men.691.    5 expound, interpret in a particular way, τὸ ἐνύπνιον ταύτῃ ἔκριναν Hdt. 1.120, cf. 7.19, A.Pr.485, etc.:—in Med., ὁ γέρων ἐκρίνατ' ὀνείρους Il. 5.150.    6 c. acc. et inf., decide or judge that... Hdt.1.30, 214, Pl. Tht.17od, etc.; κρίνω σὲ νικᾶν A.Ch.903; so, with the inf. omitted, ἀνδρῶν πρῶτον κ. τινά S.OT34; Ἔρωτα δ' ὅστις μὴ θεὸν κρίνει μέγαν E.Fr.269; τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας Pl.R.578b; ἐκ τῶν λόγων μὴ κρῖνε . . σοφόν Philem.228:—Pass., Ἑλλήνων ἕνα κριθέντ' ἄριστον S.Ph. 1345, cf. Th.2.40, etc.    7 decide in favour of, prefer, choose, κρίνω δ' ἄφθονον ὄλβον A.Ag.47<*>, cf. Supp.396 (both lyr.); τὴν ἐλπίδα τῆς τύχης πάρος S.Tr.724; τινὰ πρό τινος Pl.R.399e, cf. Phlb.57e; τι πρός τι Id.Phd.110a (Pass.); εἴ σφε κρίνειεν Πάρις E.Tr.928, cf. Ar.Av. 1103, Ec.1155; choose between, δύ' ἔσθ' ἃ κρῖναι τὸν γαμεῖν μέλλοντα δεῖ, ἤτοι προσηνῆ γ' ὄψιν ἢ χρηστὸν τρόπον Men.584.    8 c.inf.only, determine to do a thing, UPZ42.37(ii B. C.), Ep.Tit.3.12, 1 Ep.Cor.2.2, etc.; ζῆν μεθ' ὧν κρίνῃ τις ἄν (sc. ζῆν) with whom he chooses to live, Men.506; but τὸ βιάζεσθαι οὐκ ἔκρινε D.S.15.32.    9 form a judgement of a thing, μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος Men.Mon.333.    III in Trag., question, αὐτὸν . . ἅπας λεὼς κρίνει παραστάς S.Tr.195; εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις ib.388; καὶ κρῖνε κἀξέλεγχ' Id.Ant.399; μὴ κρῖνε, μὴ 'ξέταζε Id.Aj.586; σέ τοι, σὲ κρίνω Id.El.1445.    2 bring to trial, accuse, D.2.29, 18.15, 19.233; κ. θανάτου judge (in matters) of life and death, X.Cyr.1.2.14; κ. τινὰ προδοσίας Lycurg.113; περὶ προδοσίας Isoc.15.129; κ. τινὰ κακώσεως ἐπαρχίας, Lat. repetundarum, Plu.Caes. 4:—Pass., to be brought to trial, Th.6.29; θανάτου (δίκῃ add. cod. B) Id.3.57; Λεωκράτους τοῦ κρινομένου Lycurg.1; κρίνομαι πρὸς Σωφρόνην; Men.Epit.529; τρὶς κρίνεται παρ' ὑμῖν περὶ θανάτου D.4.47; ἐκρίνετο τὴν περὶ Ὠρωποῦ κρίσιν θανάτου Id.21.64: c. gen. criminis, κρίνεσθαι δώρων Lys.27.3: κ. ἐπ' ἀδικήματι Plu.2.241e: abs., ὁ κεκριμένος Aeschin.2.159.    3 pass sentence upon, condemn, D.19.232:— Pass., to be judged, condemned, κακούργου . . ἐστι κριθέντ' ἀποθανεῖν Id.4.47; μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε Ev.Matt.7.1; τὰ κεκριμένα the judgement of a court, PRyl.76.8 (ii A. D.). (κρῐ-ν-yω ἐ-κρῐ-ν-σα, cf. Lat. cerno (from *cr[icaron]-n-), crībrum (from *crei-dhrom).)