μοιράω
From LSJ
English (LSJ)
(μοῖρα)
A share, divide, distribute, κρέα Luc.Prom.6:—Med., divide among themselves, ἐμοιράσαντο . . κτήματα A.Th.907 (lyr.):—Med., also, have assigned one, receive for one's lot, c. acc., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο Naumach. ap. Stob.4.23.7: c. gen., ὅσα ψυχῆς μεμοίρατυι Ph.2.400, cf. Phalar.Ep.104; οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα non-enclitics, A.D.Adv.131.24:—Pass., to be assigned, τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (like εἵμαρται, v. μείρομαι) Alciphr.1.25; τὰ μεμοιραμένα Hp.Ep.26, Luc.Deor.Conc.13. II Med., ἐμοιρήσαντο χαίτας divided, i. e. tore their hair, A.R.4.1533. III Pass., melt, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα χαλβάνη, v. l. for ζωγρηθεῖσα, Nic.Th.51.