ὀρχμαί
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ, Hsch. : ὀρχμούς· λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον, Lex.Rhet.Cant.p.29 Meier. (Cf. ὀρχάμη.)