ἀκμόθετον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = foreg., Il.18.410, Od.8.274.
German (Pape)
[Seite 75] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμόθετον: τό, (τίθημι) ὁ τόπος (ἢ τὸ ξύλον), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ ἄκμων (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
l’établi de l’enclume.
Étymologie: ἄκμων², τίθημι.