ἀποξύω

Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[ῡ], fut. -ξύσω,

   A = ἀποξέω, scrape off, τι Thphr.HP9.4.4; τὸν καττίτερον IG7.303.15 (Oropus), cf. Dsc.5.79:—Med., φάρμακον D.Chr.32.44: abs., scrape oneself, Plin.HN34.62.    2 metaph., strip off as it were a skin, γῆρας ἀποξύσας θήσει νέον Il.9.446, cf. Nosti Fr.6; κόρυζαν ἀποξύσας (prob. f.l. for ἀπομύξας) Luc.Nav.45; τὸ ἐρυθριᾶν ἀ. τοῦ προσώπου v.l. in Id.Vit.Auct.10: so in Pass., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr.3.40:—Med., scrape off, φάρμακον D.Chr.32.44.

German (Pape)

[Seite 318] = ἀποξέω, abschaben, abstreifen, γῆρας Il. 9, 446; glätten, Od. 6. 269 ἀποξύουσιν ἐρετμά (falsche Lesart ἀποξύνουσιν), 9, 326 ἀποξῦσαι δ' ἐκέλευσα (falsche Lesart ἀποξῦναι), s. Buttmann Lexilog. 2, 70 ff; μοχλόν Luc. D. M. 2, 10; κόρυζαν Navig. 45; τὸ ἐρυθριᾶν Vit. auct. 10; ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξύω: [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = ἀποξέω, ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. ἀποξύνω. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. ἀποξέω.

French (Bailly abrégé)

racler, gratter, acc. ; fig. ἀπ. γῆρας IL faire disparaître la vieillesse.
Étymologie: ἀπό, ξύω.

English (Autenrieth)

(= ἀποξέω), aor. inf. ἀπο- ξῦσαι (v. l. ἀποξῦναι), Od. 9.326, part. ἀποξύσᾶς: scrape off, smooth off; fig., γῆρας, Il. 9.446†.