πληκτίζομαι

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτίζομαι Medium diacritics: πληκτίζομαι Low diacritics: πληκτίζομαι Capitals: ΠΛΗΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: plēktízomai Transliteration B: plēktizomai Transliteration C: pliktizomai Beta Code: plhkti/zomai

English (LSJ)

   A bandy blows with one, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός Il.21.499.    II beat one's breast for grief, AP7.574 (Agath.).    III toy amorously, μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ar.Ec.964; πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους, Herod.5.29, Str.11.8.5, cf. D.C.46.18: abs., Id.51.12.    IV Act. is only f.l. in Plu.2.735d.

German (Pape)

[Seite 633] fechten, streiten, zanken; mit Einem, τινί, Il. 21, 499; πρὸς ἀλλήλους, Strab. 11, 8, 5, wie Plut. Symp. 8, 10, 3, auch act., τὸ πληκτίζον, betäubend; – sich zum Zeichen der Trauer wiederholt an die Brust schlagen, plangere, Agath. 83 (VII, 574), – durch buhlerische Blicke reizen, anlocken, Ar. Eccl. 964, wo esiedoch wohl in derberem Sinne, u fassen. Vgl. π ληκτισμός.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτίζομαι: ἀποθ., διαπληπτίζομαι, μάχομαί τινι, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ’ ἀλόχοισι Διὸς Ἰλ. Φ. 499. ΙΙ. πλήττω τὸ στῆθός μου ἐκ θλίψεως, Λατ. plangere, Ἀνθ. Π. 7. 574. ΙΙΙ. παίζω ἐρωτικῶς μετὰ τινος, ἀλλ’ ἐν τῷ σῷ βούλομαι κόλπῳ πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 964· πλ. πρὸς ἀλλήλους Στράβ. 512· πρὸς γυναῖκα Δίων Κ. 46. 18· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 51. 12· ― πρβλ. διαπληκτίζομαι. ΙV. τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται· διότι παρὰ Πλουτ. 2. 735D· τὸ πληκτίζον ἐκεῖνο καὶ μανικὸν διορθωτέον εἰς τὸ πληκτικόν, ὡς ἐν 367C, 693Β, Ἀθήν. 27Α.

English (Autenrieth)

(πλήσσω): contend with, inf., Il. 21.499†.