ὀδμή

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, = ὀσμή, Geruch, Duft; sowohl angenehmer, Wohlgeruch, κέδρου Od. 5, 59, ἡδεῖα 7, 210, θεσπεσίη οἴν ου 211, als unangenehmer, Gestank, von den Robben, πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν 4, 406, δεινὴ θεείου Il. 14, 415; ὀδμὰ κίδναται, Pind. frg. 95; τίς ὀδμὰ προσέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; u. in Prosa, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων, Her. 8, 138, ὀδμὴν βαρέαν παρέχεται, 2, 94, μεθύσκεσθαι τῇ ὀδμῇ, 1, 202; Sp., wie Plut. u. Luc., ὀδμὴ δεινὴ διεδέχετο ἡμᾶς, V. H. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδμή: ἡ, παλαιότερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ὀσμή, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, sentir ; cf. ὄζω.

English (Autenrieth)

(root ὀδ): smell, fragrance.