Γόργειος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a Tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.
German (Pape)
[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.
English (Autenrieth)
of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.