ἐκγίγνομαι

Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

later and Ion. ἐκγίν- [ῑ], fut. -γενήσομαι: Ep. pf. ἐκγέγαα, 3dual ἐκγεγάτην ; part. ἐκγεγαώς, Aeol.

   A ἐκγεγόνων Alc. Supp.25.10 :—to be born of a father, c.gen., οἳ Διὸς ἐξεγένοντο Il.5.637, cf. 20.231, etc. ; ἐκγεγάτην..Ἠελίοιο Od.10.138 ; Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα 11.3.199,418 ; τοίων πατέρων ἐξ αἵματος ἐκγεγάᾱτε Hom. Epigr.16.3 (ἐκγεγάασθε Suid.) ; οἳ πὰρ θεοῦ ἐκγεγάαντο AP15.40.20 (Comet.).    2 c. dat., to be born to, Πορθεῖ μὲν τρεῖς παῖδες..ἐξεγένοντο 11.14.115, cf. Hdt.1.30,4.155 : fut. perf., παῖδες παίδεσσι διαμπερὲς ἐκγεγάονται h.Ven.197.    3 simply, come into being, Emp. 59.3, PMasp.153.12 (vi A.D.), PLond.5.1708.207 (vi A.D.).    II aor., to be gone away, c. gen., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν to have departed this life, X.HG6.4.23 (s.v.l.).    III impers., ἐκγίγνεται it is allowed, it is granted, c. dat. pers. et inf., mostly with neg., οὐκ ἐξεγένετό τινι ἀπαγγεῖλαι it was not granted him to.., Hdt.1.78, cf.5.51, Ar.Eq.851, Lys.7.37 ; δικαιοτάτῳ ἀνδρῶν βουλομένῳ γενέσθαι οὐκ ἐξεγένετο Hdt.3.142 : without aneg., ἐκγενέσθαι μοι..τείσασθαι [I pray] that it may be allowed me to.., Id.5.105 ; εἰ..τότ' ἐξεγένετο D.28.2 : abs. in part., ἐκγενόμενον Isoc.16.36 : rarely c.acc. et inf., εἰ γὰρ ἐκγένοιτ' ἰδεῖν ταύτην με τὴν ἡμέραν Ar.Pax346.

German (Pape)

[Seite 755] (s. γίγνομαι, ἐξεγενήθη Plat. Phileb. 62 d ist auffallend und wird in ἐξεγένετο em.), 1) daraus erzeugt, geboren werden, οἳ Διὸς ἐξεγένοντο, die von Zeus erzeugt wurden, Il. 5, 637; Τρωὸς δ' αὖ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο 20, 231, Hes. Th. 648; auch mit dem dat., Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες ἀμ. ἐξεγ. Il. 14, 115, wie Her. 4, 155. Bes. im perf., entsprossen sein, abstammen: ἐκγεγάτην Ἠελίοιο Od. 10, 138; Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα, öfter; θνητοῦ πατρὸς ἐκγεγώς Eur. Bacch. 1340. Dahin gehört das unregelmäßige ἐκγεγάονται H. h. Ven. 198, mit Futurbdtg, vgl. ἐκγεγάαντο Comet. ep. (XV, 40). – 2) intrans., weggehen, sich entfernen, τοῦ ζῆν, aus dem Leben scheiden, Xen. Hell. 6, 4, 23. – Von der Zeit, verfließen, χρόνου ἐκγεγονότος Her. 2, 175. – 3) impers., ἐκγίνεται, wie ἔξεστι, es ist vergönnt, erlaubt, μοι, Ἀθηναίους ἐκτίσασθαι, Her. 5, 105, Ar. Equ. 851; Plat. Parm. 128 d; Lys. 2, 6 u. A.; absol., ἐκγενόμενον, obwohl es freigestanden, Isocr. 16, 36, vor Bekker ἐγγ. – Der aor. ἐξεγείνατο in act. Bdtg, geboren haben, Luc. Tragodop. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγίγνομαι: μεταγεν. καὶ Ἰων. ἐκγίνομαι ῑ: μέλλ. ἐκγενήσομαι: Ἐπ. πρκμ. ἐκγέγαα, γ΄ δυϊκ. ἐκγεγάτην, μετοχ. ἐκγεγαώς, ἴδε κατωτ.: Ἀποθ., γεννῶμαι ἐκ πατρός, μετὰ γεν., οἳ Διὸς ἐξεγένοντο Ἰλ. Ε. 637, πρβλ. Υ. 231, κτλ.· ἐκγεγάτην... Ἠελίοιο Ὀδ. Κ. 138· Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα Ἰλ. Γ. 199, 418· τοίων πατέρων ἐξ αἵματος ἐκγεγάᾱτε Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 16. 3, πρβλ. Βατραχομ. 143, (ὁ Ἕρμαννος ἐκ τοῦ Σουΐδα ἀναγινώσκει ἐκγεγάασθε, πρβλ. ἐκγεγάονται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 198). 2) μετὰ δοτ., γεννῶμαί τινι, Πορθεῖ γὰρ τρεῖς παῖδες... ἐξεγένοντο Ἰλ. Ξ. 115, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 30., 4. 155. ΙΙ. κατὰ παρακ. καὶ ἀόρ., παρέρχομαι, χρόνου ἐκγεγονότος Ἡρόδ. 2. 175· μετὰ γεν., ἐκγενέσθαι τοῦ ζῆν, ἀπελθεῖν ἐκ τοῦ βίου, ἀποθανεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 23. ΙΙΙ. ἀπροσώπως, ἐκγίγνεται, ὡς τὸ ἔξεστι, ἐπιτρέπεται, παραχωρεῖται, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἐξεγίνετό τινι ποιεῖν, δὲν ἐπετράπη εἴς τινα νὰ κάμῃ, Ἡρόδ. 1. 78., 5. 51, Ἀριστοφ. Ἱππ. 851, Λυσ. 111. 27, κτλ., καὶ ἄνευ ἀπαρεμφ., οὐκ ἐξεγένετο, δὲν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν του, Ἡρόδ. 3. 142: - ἄνευ ἀρνήσεως, δὸς ἐκγενέσθαι μοι τίσασθαι, δός, κάμε ὥστε νὰ ἐπιτραπῇ εἰς ἐμέ νὰ...., ὁ αὐτ. 5. 105· εἰ... τότ’ ἐξεγένετο Δημ. 836. 12: σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρεμφ., εἰ γὰρ ἐκγένοιτ’ ἰδεῖν ταύτην με... ἡμέραν Ἀριστοφ. Εἰρ. 346.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκγενήσομαι, ao. ἐξεγενόμην, pf. ἐκγέγονα;
I. intr. 1 naître de : τινος ἐκγ. naître de qqn;
2 sortir de : ἐκγ. τοῦ ζῆν XÉN quitter la vie ; abs., en parl. du temps s’écouler;
3 • impers. ἐκγίγνεται il est permis, il est possible de : ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τίσασθαι HDT (qu’)il m’arrive, càd (qu’)il me soit permis de châtier les Athéniens ; abs. οὐκ ἐξεγένετο HDT cela ne fut pas en son pouvoir ; au part. abs. • ἐκγενόμενον ISOCR tandis que cela est possible;
II. tr. (ao. ἐξεγεινάμην) engendrer.
Étymologie: ἐκ, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

aor. ἐξεγένοντο, perf. du. ἐκγεγάτην, inf. ἐκγεγάμεν, part. ἐκγεγαῶτι: spring from, perf. be descended from, τινός.