ἐκγεγάμεν
German (Pape)
[Seite 755] -γεγαώς, -γεγάονται u. ä., zu ἐκγίγνομαι.
English (Autenrieth)
see ἐκγίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκγεγάμεν: эп. inf. pf. к ἐκγίγνομαι.
[Seite 755] -γεγαώς, -γεγάονται u. ä., zu ἐκγίγνομαι.
see ἐκγίγνομαι.
ἐκγεγάμεν: эп. inf. pf. к ἐκγίγνομαι.