οἰοχίτων
From LSJ
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with only a tunic on, lightly clad, Od.14.489, Nonn.D.8.16 (expld. as = προβατοχίτων, in a sheep-skin tunic, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, μονοχίτων, οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ προβατοχίτων, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une simple tunique, légèrement vêtu.
Étymologie: οἶος, χιτών.