πέζα

Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ης, ἡ, said to be Dor. and Arc. for πούς, Gal.19.129, cf. Ruf. ap. Orib.25.1.56 ;

   A τῶν ἄπο πέζαν ἐκτὸς ἔχων Androm. ap. Gal.14.37 ; but distd. from it as the instep by Poll.2.192 ; πρὸς πέζῃ ποδός Paus. 5.11.2, cf. AP12.176 (Strat.) ; οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι μάλιστα Hp.Mul.2.169.    2 περίσφυροσπ., = πέδη1.2, AP6.211 (Leon.).    II metaph., bottom, end of a body, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ on the pole at the far end, Il.24.272.    2 edge, border of a garment, A.R. 4.46, AP6.287 (Antip.), J.AJ3.7.4, Hld.3.3 ; of the sea, strand, bank, Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Hermesian.7.17 ; of a country, coastline, π. ἠπείροιο A.R.4.1258, cf. D.P.61 ; εἰς ὁδοῦ π. στενήν Luc. Trag.238 ; of a mountain, D.P.535, App.Pun.103.    III round fishing-net, Opp. H.3.83.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, 1) der Fuß, ursprünglich dor. u. arkad. statt πούς, nach Poll. 2, 192 τὸ ὑπὸ τῇ κνήμῃ μέρος, vgl. Galen.; μέχρι πέζης, Strat. 18 (XII, 176); s. die compp., wie ἀργυρόπεζος. – Gew. übtr. das Unterste, Aeußerste eines jeden Körpers, ἐπὶ ῥυμῷ, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, am äußersten Vorderende der Deichsel, Il. 24, 272. – 2) am Kleide, der Saum, Vorstoß, Ap. Rh. 4, 46 Antp. Sid. 23 (VI, 287); vgl. Poll. 7, 51. – 3) ein Fischernetz, Opp. Hal. 3, 83.

Greek (Liddell-Scott)

πέζᾰ: -ης, -ἡ, λέγεται ὅτι εἶναι Δωρ. καὶ Ἀρκαδ. ἀντὶ πούς, Ζηνόδοτος μὲν οὖν ἐν ταῖς ἐθνικαῖς λέξεσι, πέζαν φησὶ τὸν πόδα καλεῖν Ἀρκάδας καὶ Δωριεῖς Γαλην. Ἐξήγ. Ἱπποκρ. γλωσσῶν 540, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ ὡς σημαῖνον ἢ τὸ πεδίον καλούμενον τοῦ ποδός, ἢ τὰ σφυρά, Ἱππ. αὐτόθι, Πολυδ. Β΄, 192· πρὸς πέζῃ ποδὸς Παυσ. 5. 11, 2, πρβλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 176· οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι μάλιστα Ἱππ. 662. 45· πρβλ. καὶ Γαλην. ἔνθ’ ἀνωτ.· - π. περίσφυρος ἐν Ἀνθ. Π. 6. 211, φαίνεται ὅτι εἶναι ἀντὶ τοῦ πέδη, περισφύριον κόσμημα. ΙΙ. τὸ ἄκρον πράγματός τινος, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ πρὸς τὸ ἔσχατον ἄκρον, Ἰλ. Ω. 272. 2) ἡ ἄκρα οἵου δήποτε πράγματος, π.χ τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 46, Ἀνθ. Π. 6. 287· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ παραλία, αἰγιαλὸς, Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Ἑρμησιάναξ παρ’ Ἀθην. 597D· ἐπὶ χώρας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1258, πρβλ. Διον. Π. 61· εἰσόδου π. στενὴ Λουκ. Τραγῳδοποδάγρ. 239· ἐπὶ ὄρους, Διον. Π. 535. ΙΙΙ. στρογγύλον τι δίκτυον, «πεζόβολος» Ὀππ. Ἁλ. 3. 83.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. cheville du pied;
II. p. anal.
1 extrémité ou bord extrême (du timon);
2 bordure en gén. ; lisière d’un chemin.
Étymologie: p. *πέδjα, de la R. Πεδ, marcher ; cf. πούς, πέδη.

English (Autenrieth)

(πούς): a metallic end-piece or cap (shoe) at the end of a chariot-pole, Il. 24.272†. (See cut No. 42.)