συμμείγνυμι
αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
English (LSJ)
(freq. written συμμιγ- in codd.), Ar.Av.701 (Pass.), E. Supp.224, etc.; more rarely συμμειγνύω, X.Mem.3.14.5, impf. Id.Cyr.7.1.26, etc.; imper.
A συμμείγνυ Pl.Phlb.25d; Ep. and Ion. pres. συμμίσγω, as always in Hom., Thgn., Hdt., sts. in Att. (Th.7.6, Pl.Lg. 678c, Phlb.23d) and later Prose, SIG1025.8 (Cos, iv/iii B.C.) (συμμείσγω PTeb.716.3 (ii B.C.), 12.7 (ii B.C.)): fut. -μ<ε>ίξω X.Cyr.2.1.11, etc. (v. μείγνυμι): aor. συνέμειξα until iii B.C., PCair.Zen.545.13, 596.4 (other passages s.v. μείγνυμι), and sts. later, OGI751.3 (Attalus II, ii B.C.), 763.3 (Eumenes II, ii B.C.), BGU1784.2 (i B.C.), etc.; -μιξ- first in late iii B.C. (v. μείγνυμι) and freq. f.l. in codd., as of h.Ven.50, 251, Pi.O.3.9, etc.: pf. -μέμῐχα Plb.16.10.1, 38.13.5, Apollon.Perg.Con.Praef.:—Med., fut. -μ<ε>ίξομαι, in pass. sense, Thgn.1245, Bacis ap. Hdt.8.77:—mix together, commingle; the Act. first in h.Merc.81, h.Ven.50, 250, though the Pass. occurs in Il. (v. infr.); of two things, both in acc., συμμίσγων μυρίκας καὶ μυρσινοειδέας ὄζους h.Merc. l.c.; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμ<ε>ῖξαι Pi.O.3.9, etc.: c. acc. et dat. rei, τοῦτο . . γάλακτι συμμίσγοντες Hdt.4.23; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμ<ε>ίξω; A.Ag.648, cf. Pl.R.415a, etc.; or c. acc. only, ὀργὴν συμμίσγων mixing in, adding, Thgn.214; συμμ<ε>ίξαντες τὰ στρατόπεδα having combined them, Hdt.4.114; ἐς τὠυτὸ ῥέεθρον τὸ ὕδωρ συμμίσγοντες Id.7.127:—rarely in Med., χρώματα συμμ<ε>ίξασθαι Poll.7.128:—Pass., with fut. Med. (v. supr.), to be commingled, ὅ γε Πηνειῷ συμμίσγεται Il.2.753; συμμίσγεται τῷ Ἴστρῳ Hdt.4.48; οὔποθ' ὕδωρ καὶ πῦρ συμμείξεται Thgn.1245; σ. θαλίαισι νέκταρ Sapph.5; οὐρανὸς σ. τῇ γῇ E.Cyc.578; ἀπὸ πλείστων Hp.Aër. 8; τινι or πρὸς ἄλληλα, Pl.Ti.83c,57d; join forces, of two armies, Th.2.31; to be formed by combination, opp. διακρίνομαι, Anaxag. 17; ἐξ ἀμφοῖν συμμ<ε>ιχθείς Pl.Phlb.22a, cf. 23d: metaph., εἶναι οὐδένα τῷ κακὸν οὐ συνεμ<ε>ίχθη there is none who has not misery as an ingredient in his fate, Hdt.7.203; cf. συγκεράννυμι; συμμεμ<ε>ιγμένος Ἑλληνικὸς καὶ βαρβαρικὸς παιών Lys.2.38; συμμιγέντων τούτων πάντων when all these things happened together, Hdt.8.38. 2 unite sexually, couple, θεοὺς γυναιξί h.Ven.50, cf. 250; λέχος τινὶ σ. Ar.Th.891, cf. E.Supp.222,224:—Pass., συμμ<ε>ιχθῆναι γυναικί Hdt.4.114; πάλιν ξυμμι<ς>γέσθω Hp.Superf.26; συμμιγῆναι ἀλλήλοις Pl.Smp.207b; ὅταν . . συμμ<ς>ιχθῆτον εἰς ταὐτὸν δύο E.Fr.898.11; Ἔρως ξυνέμ<ε>ιξενξυμμ<ε>ιγνυμένων δ' ἑτέρων ἑτέροις γένετ' οὐρανός Ar.Av.700. 3 Med. and Pass., associate with persons, Hdt.6.138; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς . . ἀνδράσιν mixed up, connected with ungodly men, A.Th.611. 4 metaph., τινὰ εὐθαλεῖ τύχᾳ introduce him to, make him acquainted with high fortune, Pi.P.9.72; χρῆμα δὲ συμμ<ε>ίξῃς μηδενί communicate it not to any one, Thgn.64; κοινόν τι πρῆγμα συμμ<ε>ῖξαί τινι communicate to one a subject of common interest, Hdt.8.58; σ. συμβόλαια form mutual contracts, Pl.Lg. 958c. II intr. in Act., in sense like the Pass., have dealings or intercourse with, associate or communicate with, κακοῖσι, ἀγαθοῖς, Thgn.36,1165, cf. Hdt.4.151, etc.; πονηροῖς ἀνθρώποις D.32.11; Διονυσίῳ Phld.Acad.Ind. p.7 M.; σ. πρός τινα join him, X.HG1.3.7: generally, meet for conversation or traffic, Hdt.2.63, 6.23, etc.; σ. τινί talk or converse with, Id.1.123, E.Hel.324, Ar.Ec.516 (anap.), X.Cyr.8.1.46; διὰ λόγων σ. τινί Pl.Plt.258a; πρός τινα X.Cyr.7.4.11; Ἱέραξ ὁ παρὰ σοῦ συμμείξας BGUl.c.; of ambassadors interviewing kings, OGI ll. cc. 2 of sexual intercourse, Pl.Lg. 930d. 3 in hostile sense, meet in close fight, come to blows, engage, τινι with one, Hdt.1.127, 6.14, Th.7.6, etc.: abs., Id.1.49, 8.104, X. An.4.6.24; also σ. τῇ ναυμαχίῃ Hdt.1.166; σ. τινὶ ἐς μάχην Id.4.127, etc.; σ. ὁμόσε τισί X.Cyr.7.1.26; σ. εἰς χεῖράς τινι ib.2.1.11; of ships, Th.2.84: c. acc., νείκεα συνμείσχιν ( συμμείξειν) πόλεμόν θ' ἅμα IG12.920. 4 generally, meet, τοῖς ἄλλοις εἰς λιμένα X.An. 6.3.24, cf. PEleph.29.11 (iii B.C.), etc.; θάλατται πρὸς ἀλλήλας σ. Arist.Mete.354a1; ποταμοὶ σ. ἀλλήλοις D.S.2.37.
English (Slater)
συμμείγνυμι
a blend, harmonize στέφανοι πράσσοντί με χρέος, φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι (Schr.: συμμίξαι codd.) (O. 3.9)
b associate with c. acc. & dat., crown with καί νυν ἐν Πυθῶνι νιν (= πόλιν) ἀγαθέᾳ Καρνειάδα υἱὸς εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ (Schr.: συνέμιξε codd.) (P. 9.72)