Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
πτάσσω (cf. πτώσσω.) 1shrink back in awe ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥροες ἀντίθεοι (P. 4.57) [πτάξεις (coni. Edmonds: πτίξεις codd.) fr. 207.]