Φθία
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek (Liddell-Scott)
Φθία: [ῑ], ας, Ἐπικ. καὶ Ἰων. Φθίη, ης, ἡ, «πόλις καὶ μοῖρα Θετταλίας» (Στέφ.), πατρὶς τοῦ Ἀχιλλέως, Ὅμηρ.· Φθίηνδε, εἰς Φθίαν, Ἰλ. Α. 169, κλπ.· Φθίηφι, ἐν Φθίᾳ, Τ. 323. ― Ἐντεῦθεν Φθῑώτης, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Φθίας, Ἡρόδ. 7. 131, Θουκ., κλπ.· Φθιῶτ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 575, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 237· ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., Πηνειὲ Φθιῶτα Καλλ. εἰς Δῆλ. 112. ― Φθιῶτις γῆ, ἡ χώρα τῆς Φθίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 664, κλπ.· ἀκταὶ Φθίας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1125· γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1048. ― Ἐπίθ. Φθιωτικός, ή, όν, Στράβ. 433, κλπ.· Φθιώτιος, α, ον, Χριστοδ. Ἔκφρ. 200· ― ὡσαύτως ἐπίθ. Φθῖος, -α, -ον, ἐντεῦθεν Φθῖοι = Φθιῶται, Ἰλ. Ν. 686· μετὰ θηλυκοῦ Φθιάς, άδος, ἡ, Εὐρ. Ἑκ. 451. κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Phthie :
1 anc. ville de Thessalie;
2 région de la ville de Phthie, Phthiotide.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Slater)
Φθῑα city of Thessaly παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν ἐν Φθίᾳ Θέτις (Achilles) (P. 3.101)
1 Θέτις δὲ κρατεῖ Φθίᾳ (N. 4.51)